λοίσθι'

λοίσθι'
λοίσθια , λοίσθιος
last.
neut nom/voc/acc pl
λοίσθια , λοίσθιος
last.
neut nom/voc/acc pl
λοίσθιε , λοίσθιος
last.
masc voc sg
λοίσθιε , λοίσθιος
last.
masc/fem voc sg
λοίσθιαι , λοίσθιος
last.
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λοίσθιος — α, ο (Α λοίσθιος, ία, ον, θηλ. και ος) έσχατος, τελευταίος, ύστατος («τὰ λοίσθι αἰτεῑ τοῡ βίου», Σοφ.) νεοελλ. φρ. «πνέει τα λοίσθια» βρίσκεται στα τελευταία του, εκπνέει, ψυχορραγεί αρχ. (το ουδ. έναρθρο ή άναρθρο ως επίρρ.) (τὸ) λοίσθιον στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”